- παρέχω
- ΝΜΑ1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.)2. προμηθεύω, χορηγώ3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.)4. προσφέρω (α. «παρέχω υλική και ηθική βοήθεια» β. «η μόρφωση παρέχει δύναμη»)5. φρ. «παράσχου Κύριε»εκκλ. δώσε Κύριε, στείλε θεέ μουαρχ.1. (για φυσικά στοιχεία) παράγω, αποφέρω («θάλασσα δὲ παρέχει ἰχθῡς», Ομ. Οδ.)2. προσφέρω κάτι για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... γάλα θῆσθαι», Ομ. Οδ.)3. καθιστώ κάποιον κάτι, τού αποδίδω μια ιδιότητα («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῑν», Ηρόδ.)4. φαίνομαι ως, παρουσιάζομαι σαν να έχω μία ιδιότητα («παρέχω ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)5. επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα6. (ως τριτοπρόσ.) παρέχει (τινί)είναι δυνατόν κάποιος να κάνει κάτι, μπορεί κάποιος να κάνει κάτι7. παρουσιάζω κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», Ξεν.)8. (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) παρέχονεφόσον μπορεί κανείς να κάνει κάτι9. (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) παρασχόναφού κατέστη δυνατόν να...10. μέσ. παρέχομαια) προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον από τα δικά μου υπάρχονταβ) σχηματίζω («παρέχεται λίμνην ὁ πόντος», Ηρόδ.)γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) επιδεικνύω («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», Ηρόδ.)δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξωε) παρουσιάζω κάποιον να έχει μια ιδιότητα («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», Ηρόδ.)στ) (για πρέσβεις) αντιπροσωπεύωζ) υπόσχομαιη) (με αριθμητικό) ανέρχομαι, συμποσούμαι σε...11. φρ. α) «παρέχω δόξαν τινός» — φαίνομαι ή μοιάζω σαν...β) «παρέχω πίστιν τινί» — δίνω αποδείξεις, πιστοποιώγ) «σιγὴν παρέχω» — σιωπώ, παύωδ) «παρέχω ἡσυχίαν» — ησυχάζω, είμαι ήσυχοςε) «παρέχω έμαυτόν τινι»i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπόii) υποτάσσομαιiii) (για γυναίκα) εκδίδομαιστ) «παρέχω ἔργον» — προκαλώ κόπο, κούρασηζ) «παρέχω ἐργασίαν» — επιφέρω κόπους ή ενοχλήσεις, κουράζωη) «παρέχω κόπους» — ταλαιπωρώ, βασανίζωθ) «παρέχω πράγματα» — προξενώ δυσχέρειες σε κάποιονι) «παρέχω τινί αἴσθησίν τίνος» — επισύρω την προσοχή κάποιου σε κάτι, κάνω κάποιον να παρατηρήσει κάτιια) «παρέχω αἴσθησιν» — γίνομαι αισθητός, αντιληπτόςιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»(ως δικανικός όρος) προσάγω, φέρνω μάρτυρα στο δικαστήριοιγ) «παρέχομαι τεκμήριον» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — παρουσιάζω αποδεικτικό στοιχείοιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε τόπο, πήγαινε από 'δωιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — μαντεύω.
Dictionary of Greek. 2013.